-
1 απειλη
-
2 ἀπειλή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπειλή
-
3 απειλή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απειλή
-
4 απειλή
η запугивание, угроза -
5 ἀπειλή
угроза.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπειλή
-
6 ἀπειλή
-
7 απειλή
[алили] ουσ. Θ. угроза,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απειλή
-
8 απειλή
[алили] ουσ θ угроза. -
9 βορβοροθυμος
-
10 διακρουω
1) проверять постукиванием(δ. τι, εἴθ΄ ὑγιές, εἴτε σαθρὸν φθέγγεται Plat.; αἱ πονηραὴ χυτραὴ διακρουόμεναι Luc.)
2) преимущ. med. отбивать, отталкивать, отбрасывать, отклонять, отвергать(πολλὰ τῶν λεγομένων Plut.)
δ. ἑαυτὸν ἔν τινι Plut. — мешать самому себе в чем-л.;διακρούσασθαι τὸν παρόντα χρόνον Dem. — оттянуть время;διακρουσθῆναι τῆς τιμωρίας Dem. — уклониться от наказания;τοὺς μὲν δεήσει, τοὺς δ΄ ἀπειλῇ διακρουσάμενος Plut. — отделавшись от одних просьбами, а от других угрозами;ῥαδίως διακρούσασθαι τέν ἀπορίαν Plut. — легко справиться с затруднением3) med. вводить в заблуждение, надувать, обманывать(τινα Her., Dem.)
φυλακὰς διακρούσασθαι Dem. — обмануть бдительность стражей -
11 547
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 547
См. также в других словарях:
ἀπειλή — boastful promises fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
ἀπειλῇ — ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλή — η φοβέρισμα, εκφοβισμός: Άφησε τις απειλές και άρχισε τις υποσχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειλῆι — ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλαῖς — ἀπειλή boastful promises fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλαί — ἀπειλή boastful promises fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλᾷ — ἀπειλή boastful promises fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλήν — ἀπειλή boastful promises fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek