-
1 gözdağı
απειλή -
2 menace
απειλή -
3 hrozba
απειλή -
4 ohrožení
απειλή -
5 pohrůžka
απειλή -
6 threat
απειλή -
7 groźba
απειλή -
8 pogróżka
απειλή -
9 zagrożenie
απειλή -
10 угроза
-ы θ.1. απειλή, φοβέρισμα, φοβέρα, φόβισμα•действовать -ами δρω (ενεργώ) με απειλές•
делать -ы απειλώ, φοβερίζω•
пустая — κούφια φοβέρα, κενή απειλή, άσφαιρη απειλή.
2. επικείμενος κίνδυνος, φάσμα-- войны απειλή πολέμου•страшная угроза τρόμος, τρομάρα.
-
11 threat
[Ɵret]1) (a warning that one is going to hurt or punish someone: He will certainly carry out his threat to harm you.) απειλή2) (a sign of something dangerous or unpleasant which may be, or is, about to happen: a threat of rain.) απειλή3) (a source of danger: His presence is a threat to our plan/success.) απειλή•- threaten -
12 угроза
1. (возможность возникновения чего-л опасного, неприятного) о κίνδυνος, η απειλή 2. (обещание причинить какое-л. зло) η απειλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угроза
-
13 угроза
-
14 угроза
угроз||аж ἡ ἀπειλἡ, ἡ φοβέρα/ ὁ κίνδυνος (опасность):\угроза войны ἡ ἀπειλή πολέμου· действовать \угрозаами ἐνεργώ μέ ἀπειλές· под \угрозаой чего-л. ὑπό τήν ἀπει-λήν ставить под \угрозау ἀπειλώ· прибегать к \угрозаам καταφεύγω σέ ἀπειλές. -
15 menace
['menəs] 1. noun1) (something likely to cause injury, damage etc: Traffic is a menace on narrow roads.) απειλή2) (a threat or show of hostility: His voice was full of menace.) απειλή2. verb(to threaten: menaced by danger.) απειλώ- menacing- menacingly -
16 danger
['dein‹ə]1) (something that may cause harm or injury: The canal is a danger to children.) κίνδυνος,απειλή2) (a state or situation in which harm may come to a person or thing: He is in danger; The bridge is in danger of collapse.) κίνδυνος• -
17 угроза
[ουγκρόζα] ουσ. θ. απειλή -
18 угроза
[ουγκρόζα] ουσ θ απειλή -
19 вот
(μόριο)1. δεικτ. να, ιδού, ιδές, δες (για πλησίον αντικείμενα)•вот наш дом να το σπίτι μας•
вот это να αυτό, αυτό δα•
вот он идет να τος έρχεται•
дайте мне вот это δόστε μου να αυτό•
вот и я νάμαι (κι εγώ).
2. (για συμπέρασμα) να• вот (и;) να (και)•вот и все αυτό ηταν όλο, τέλος, αυτά είχα να σας πω.
3. (Με αναφώνηση)• να, (ι)δές•вот вздор! να ανοησία!•
и (για απρόοπτο, δυσάρεστο)•
вот как! να πως!•
вот что! να τι!•
вот и отлично! ωραία! θαυμάσια! περίφημα! (τα κατάφερες).
εκφρ.вот еще! – ωρίστε μας! να τα μας! αυτό μας έλειπε ακόμα! (για ασυμφωνία)•вот так... – να έτσι.... (περιφρονητικά ή για αρνητική εκτίμηση)•вот я тебя, его, их – κ.τ.τ. (απειλή) θα σου,του, τους δείξω, θα (ι)δείς...• вот тебе να πάρ’ τηνε, άρπαχ’την (δαρμός). -
20 глядеть
-яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•глядючи, ρ.δ.
1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•
пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.
2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
(απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.
4. φαίνομαι•из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.
5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•-щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!
εκφρ.глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•глядеть смерти (опасности, гибели – κ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•- я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•того и -и – αυτό και να περιμένεις•не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•-я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).κοιτάζομαι•глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•
месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.
См. также в других словарях:
ἀπειλή — boastful promises fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
ἀπειλῇ — ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλέω 1 keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλέω 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλή — η φοβέρισμα, εκφοβισμός: Άφησε τις απειλές και άρχισε τις υποσχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειλῆι — ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω keep away pres subj act 3rd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres subj mp 2nd sg ἀπειλῇ , ἀπειλέω 1 keep away pres ind mp 2nd sg ἀπειλῇ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλαῖς — ἀπειλή boastful promises fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλαί — ἀπειλή boastful promises fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλᾷ — ἀπειλή boastful promises fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειλήν — ἀπειλή boastful promises fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek