-
1 απεικως
-
2 ἀπεικότως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεικότως
-
3 ἀπέοικα
A to be unlike, differ from, c. gen., Plu.Per.8, Arr.Ind.6.8, Lib.Or.59.157:—in early writers found only in part. [full] ἀπεοικώς, [dialect] Att. [full] ἀπεικώς, υῖα, ός, unreasonable, unnatural, οὐκ ἀπεικός (v.l. ἀπεοικός) Hp.VM4, Antipho 2.2.5; οὐκ ἀπεικός not unlikely, Plb.2.62.8, cf. Philostr.VA3.34; ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά unfitted, indisposed for noble deeds, Plb.6.26.12: c. dat., unlike, Heph.15.4. Adv. unreasonably,Th.
6.55; butοὐκ ἀπεικότως Th.1.73
, 2.8, 8.68, cf. Porph.Abst.1.46; D.Chr. hasἀπεοικότως 12.35
,ἀπεικότως 31.116
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπέοικα
См. также в других словарях:
απέοικα — ἀπέοικα (Α) 1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι 2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, υῑα, ός α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός β) αταίριαστος, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»] … Dictionary of Greek