-
1 απεθρισάμην
-
2 ἀπεθρισάμην
-
3 ἀποθερίζω
A cut off,ἶνας μεδέων ἀπέθρισεν Archil.138
;ἄκρας ὡς ἀπέθρισεν κόμας E.Or. 128
, cf. Hel. 1188, AP6.107 (Phil.), etc.;καυλόν Dsc.3.70
; of persons,μνηστῆρας Nonn.D.48.96
; regul. form - θέρισα in Ael.NA1.5, Apollod.1.9.22;ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας σου LXXHo.6.6(5)
:—[voice] Med., [tense] aor.ἀπεθρισάμην AP5.236
(Agath.); ἀποθρίξασθαι, of the tonsure of monks, Procop.Arc.1, al., perhaps from a mistaken etymology, cf. ap. Ar.Byz.Epit.149.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθερίζω
См. также в других словарях:
ἀπεθρισάμην — ἀποθερίζω cut off aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)