-
1 απεθησαύρισαν
-
2 ἀπεθησαύρισαν
См. также в других словарях:
ἀπεθησαύρισαν — ἀποθησαυρίζω store aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογιμαίος — αία, ον, Α αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν. β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.). επίρρ... συλλογιμαίως Μ με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν… … Dictionary of Greek