-
1 ἀπαύξησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαύξησις
-
2 απαύξησιν
-
3 ἀπαύξησιν
См. также в других словарях:
ἀπαύξησιν — ἀπαύξησις decrease fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπαυξίφως — ωτος, ἡ, Α (για τη Σελήνη) αυτή που ελαττώνει το φως της συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαύξησις «μείωση» + φῶς, φωτός (πρβλ. λειψί φως)] … Dictionary of Greek