-
1 ἀπαφρίζω
A skim, esp. of honey, Gp.8.29 and 32, Orib.5.33.4:— [voice] Pass., Gal.6.283, Gp.8.27.2, Philagr. ap. Orib.5.21.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαφρίζω
-
2 ἀπαφρίζω
ἀπαφρίζω (ἀφρίζω ‘to foam’; Galen, CMG V 4, 2 p. 120, 3; 125, 21; Oribas. 5, 33, 4; Geopon. 8, 29; 32) cast off like foam τὶ Jd 13 v.l.—DELG s.v. ἀφρός. -
3 απαφρίζω
μετ. снимать пену (с жидкости) -
4 ἀπαφρίζω
-
5 απαφρίσαι
-
6 ἀπαφρίσαι
-
7 απαφρίσαντα
ἀπαφρίζωskim: aor part act neut nom /voc /acc plἀπαφρίζωskim: aor part act masc acc sg -
8 ἀπαφρίσαντα
ἀπαφρίζωskim: aor part act neut nom /voc /acc plἀπαφρίζωskim: aor part act masc acc sg -
9 απαφρισθέν
-
10 ἀπαφρισθέν
-
11 απαφρισθέντος
-
12 ἀπαφρισθέντος
-
13 απαφρίζεται
-
14 ἀπαφρίζεται
-
15 απαφρίζοντες
-
16 ἀπαφρίζοντες
-
17 απαφρίζων
-
18 ἀπαφρίζων
-
19 απαφρίσαντας
-
20 ἀπαφρίσαντας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απαφρίζω — ἀπαφρίζω (Α) 1. αφαιρώ τον αφρό 2. βγάζω αφρούς … Dictionary of Greek
ἀπαφρίσαι — ἀπαφρίζω skim aor inf act ἀπαφρίσαῑ , ἀπαφρίζω skim aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίσαντα — ἀπαφρίζω skim aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπαφρίζω skim aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρισθέν — ἀπαφρίζω skim aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρισθέντος — ἀπαφρίζω skim aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίζεται — ἀπαφρίζω skim pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίζοντες — ἀπαφρίζω skim pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίζων — ἀπαφρίζω skim pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίσαντας — ἀπαφρίζω skim aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίσαντες — ἀπαφρίζω skim aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπαφρίζω — Α αφαιρώ τον αφρό εκ τών προτέρων («μέλι προαπηφρισμένον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπαφρίζω «αφαιρώ τον αφρό»] … Dictionary of Greek