-
1 απαργυρίζων
-
2 ἀπαργυρίζων
См. также в других словарях:
ἀπαργυρίζων — ἀπαργυρίζω appraise at cash value pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απαργυρίζων
2 ἀπαργυρίζων
ἀπαργυρίζων — ἀπαργυρίζω appraise at cash value pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)