-
1 δι-ανθίζω
δι-ανθίζω, mit Blumen sticken; χλαμύδες διηνϑισμέναι Plut. Philop. 9; übh. = verzieren, schmücken; στέφανος λίϑοις πολυτελέσι διηνϑισμένος Hdn. 5, 3, 12; τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc. Bis acc. 16, u. a. Sp. – Med. = ἀπανϑίζομαι, Clem. Al.
См. также в других словарях:
απανθίζω — (Α ἀπανθίζω, Μ ἀπανθίζομαι) νεοελλ. δεν βγάζω πια λουλούδια, διακόπτεται η ανθοφορία μου (αρχ. μσν., ομαι) μαζεύω λουλούδια αρχ. 1. ( ω) κόβω άνθη 2. ( ω κ. ομαι) διαλέγω το καλύτερο μέρος από κάτι … Dictionary of Greek