Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀπανύω

См. также в других словарях:

  • απανύω — ἀπανύω (Α) φέρω σε πέρας, εκτελώ …   Dictionary of Greek

  • ἀπήνυσαν — ἀπανύω finish entirely aor ind act 3rd pl (ionic) ἀπανύω finish entirely aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπηνύσθησαν — ἀπανύω finish entirely aor ind pass 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»