Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπαντήσει

  • 1 απαντήσει

    ἀπάντησις
    escort: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀπαντήσεϊ, ἀπάντησις
    escort: fem dat sg (epic)
    ἀπάντησις
    escort: fem dat sg (attic ionic)
    ἀπαντάω
    move from: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀ̱παντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀ̱παντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπαντάω
    move from: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπᾱντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπᾱντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > απαντήσει

  • 2 ἀπαντήσει

    ἀπάντησις
    escort: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀπαντήσεϊ, ἀπάντησις
    escort: fem dat sg (epic)
    ἀπάντησις
    escort: fem dat sg (attic ionic)
    ἀπαντάω
    move from: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀ̱παντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀ̱παντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπαντάω
    move from: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπαντάω
    move from: fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπᾱντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
    ἀπᾱντήσει, ἀπαντάω
    move from: futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀπαντήσει

См. также в других словарях:

  • ἀπαντήσει — ἀπάντησις escort fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπαντήσεϊ , ἀπάντησις escort fem dat sg (epic) ἀπάντησις escort fem dat sg (attic ionic) ἀπαντάω move from aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀπαντάω move from fut ind mid 2nd sg (attic doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Άρθουρ — (Sir Arthur Lewis, Αγία Λουκία, Καραϊβική 1915 – ΗΠΑ 1991). Βρετανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1932 ξεκίνησε τις σπουδές του με υποτροφία στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE). Έπειτα από πέντε χρόνια (1937) αποφοίτησε από το… …   Dictionary of Greek

  • ατάκα — (I) και αττάκα, η 1. μουσ. η συγχρονισμένη και ακριβής είσοδος των οργάνων της ορχήστρας 2. (θέατρ.) η άμεση απάντηση στη σκηνή η λέξη που ακούγεται από έναν ηθοποιό και στην οποία οφείλει ο άλλος κατά το κείμενο να απαντήσει. (II) (ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • διερώτηση — η [διερωτώ] 1. λεπτομερής ερώτηση, διερεύνηση 2. ναυτ. η πρόσκληση που απευθύνει πολεμικό πλοίο σε εμπορικό να απαντήσει με διεθνή σήματα ή αποστολή αξιωματικού για την προέλευση, κατεύθυνση, τα στοιχεία του κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • δυσαπολόγητος — δυσαπολόγητος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τόν υπερασπίσουν 2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει 3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος …   Dictionary of Greek

  • επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεδοντιάζω — 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου 2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι (για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε») 3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας… …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»