1 ἀπ-αλφιτίζω
ἀπ-αλφιτίζω, Ath. X. 432 b, auch ἀπαλφιτόω, v. l. für ἐπαλφιτόω od. ἐπ' ἀλφιτου πίνειν.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπ-αλφιτίζω