Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπαλλοτριώσεις

  • 1 απαλλοτριώσεις

    ἀπαλλοτρίωσις
    alienation: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἀπαλλοτρίωσις
    alienation: fem nom /acc pl (attic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: fut ind act 2nd sg
    ἀ̱παλλοτριώσεις, ἀπαλλοτριόω
    estrange: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: fut ind act 2nd sg
    ἀπᾱλλοτριώσεις, ἀπαλλοτριόω
    estrange: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > απαλλοτριώσεις

  • 2 ἀπαλλοτριώσεις

    ἀπαλλοτρίωσις
    alienation: fem nom /voc pl (attic epic)
    ἀπαλλοτρίωσις
    alienation: fem nom /acc pl (attic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: fut ind act 2nd sg
    ἀ̱παλλοτριώσεις, ἀπαλλοτριόω
    estrange: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἀπαλλοτριόω
    estrange: fut ind act 2nd sg
    ἀπᾱλλοτριώσεις, ἀπαλλοτριόω
    estrange: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀπαλλοτριώσεις

См. также в других словарях:

  • ἀπαλλοτριώσεις — ἀπαλλοτρίωσις alienation fem nom/voc pl (attic epic) ἀπαλλοτρίωσις alienation fem nom/acc pl (attic) ἀπαλλοτριόω estrange aor subj act 2nd sg (epic) ἀπαλλοτριόω estrange fut ind act 2nd sg ἀ̱παλλοτριώσεις , ἀπαλλοτριόω estrange futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»