-
1 ἀπαιθαλόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαιθαλόω
-
2 ἀπαιθαλόω
-
3 απαιθαλουμένης
-
4 ἀπαιθαλουμένης
См. также в других словарях:
ἀπαιθαλουμένης — ἀπαιθαλόω burn to cinders pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)