-
1 απαγόρευμα
-
2 ἀπαγόρευμα
-
3 απαγορευμα
-
4 ἀπαγόρευμα
A prohibition, interdict, Plu.2.1037d;προστάγματα καὶ ἀ. Arr.Epict.3.24.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγόρευμα
-
5 ἀπαγόρευμα
ἀπ-αγόρευμα, Untersagung, Verbot -
6 απαγορευμάτων
-
7 ἀπαγορευμάτων
См. также в других словарях:
απαγόρευμα — ἀπαγόρευμα ( ματος), το (Α) απαγόρευση … Dictionary of Greek
ἀπαγόρευμα — prohibition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορευμάτων — ἀπαγόρευμα prohibition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)