-
1 απαγορεύση
ἀπαγόρευσιςprohibition: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————ἀπαγορεύσηι, ἀπαγόρευσιςprohibition: fem dat sg (epic)ἀπαγορεύωforbid: aor subj mid 2nd sgἀπαγορεύωforbid: aor subj act 3rd sgἀπαγορεύωforbid: fut ind mid 2nd sgἀ̱παγορεύσῃ, ἀπαγορεύωforbid: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱παγορεύσῃ, ἀπαγορεύωforbid: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀπαγορεύωforbid: aor subj mid 2nd sgἀπαγορεύωforbid: aor subj act 3rd sgἀπαγορεύωforbid: fut ind mid 2nd sgἀπᾱγορεύσῃ, ἀπαγορεύωforbid: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀπᾱγορεύσῃ, ἀπαγορεύωforbid: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἀπαγορεύση
Βλ. λ. απαγορεύση -
3 ἀπαγορεύσῃ
Βλ. λ. απαγορεύση -
4 απαγόρευση
1) ban2) prohibitionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απαγόρευση
См. также в других словарях:
απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α … Dictionary of Greek
απαγόρευση — η 1. παρακώλυση, παρεμπόδιση: Αποφασίστηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας του φαρμάκου Α. 2. (νομ.), «βάζω κάποιον σε απαγόρευση», με δικαστική απόφαση στερώ κάποιον από το δικαίωμα να διαχειρίζεται την περιουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαγορεύση — ἀπαγόρευσις prohibition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορεύσῃ — ἀπαγορεύσηι , ἀπαγόρευσις prohibition fem dat sg (epic) ἀπαγορεύω forbid aor subj mid 2nd sg ἀπαγορεύω forbid aor subj act 3rd sg ἀπαγορεύω forbid fut ind mid 2nd sg ἀ̱παγορεύσῃ , ἀπαγορεύω forbid futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱παγορεύσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ποτοαπαγόρευση — Κίνηση που εκδηλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Από το 1871 χρονολογείται η πρώτη νόμιμη απαγόρευση, στην… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… … Dictionary of Greek