-
1 απαγγελτήρα
-
2 ἀπαγγελτῆρα
См. также в других словарях:
ἀπαγγελτῆρα — ἀπαγγελτήρ one who reports masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απαγγελτήρα
2 ἀπαγγελτῆρα
ἀπαγγελτῆρα — ἀπαγγελτήρ one who reports masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)