-
1 ἀπο-αίνυμαι
ἀπο-αίνυμαι, wegnehmen, Hom. Iliad. 13, 262 ἀποαίνυμαι, τί τινος; Od. 17, 322 ἀποαίνυται, τί τινος; Od. 12, 419. 14, 309 ϑεὸς δ' ἀποαίνυτο νόστον; – Mosch. 2, 66 ἀπαίνυτο.
См. также в других словарях:
ἀπαίνυτο — ἀπαίνυμαι imperf ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)