-
1 ἀπαίθομαι
A take fire, Q.S.1.693.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαίθομαι
См. также в других словарях:
απαίθομαι — ἀπαίθομαι (Α) [αίθομαι] φλέγομαι … Dictionary of Greek
1 ἀπαίθομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαίθομαι
απαίθομαι — ἀπαίθομαι (Α) [αίθομαι] φλέγομαι … Dictionary of Greek