Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπέρωπος

См. также в других словарях:

  • απερωπός — ἀπερωπός, όν (Α) άκριτος, σκληρός …   Dictionary of Greek

  • ἀπερωπός — inconsiderate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερωπόν — ἀπερωπός inconsiderate masc/fem acc sg ἀπερωπός inconsiderate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»