-
1 απέριττος
-
2 ἀπέριττος
-
3 ἀπέριττος
ἀπέριττος, ον,A without superfluity, plain, simple,λιτοὶ καὶ ἀ. Zeno Stoic.1.57
, cf. D.H.Lys.15, Plu.2.267f, Philostr.VS1.23.2;τὸ ἀ. τῆς τροφῆς Luc.Nigr.26
; μηροί, γαστήρ, perfectly modelled, Philostr. Jun.Im.14,15. Adv.- ττως
plainly,D.S.
12.26; frugally, Simp. in Epict.p.33 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπέριττος
-
4 απέριττος
-
5 ἀπέριττος
ἀ-πέριττος, ohne Überfluß u. Überladung, schlicht, einfach -
6 απέριττος
chasteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απέριττος
-
7 απεριττότερον
ἀπέριττοςwithout superfluity: adverbial compἀπέριττοςwithout superfluity: masc acc comp sgἀπέριττοςwithout superfluity: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ἀπεριττότερον
ἀπέριττοςwithout superfluity: adverbial compἀπέριττοςwithout superfluity: masc acc comp sgἀπέριττοςwithout superfluity: neut nom /voc /acc comp sg -
9 απερίττως
ἀπέριττοςwithout superfluity: adverbialἀπέριττοςwithout superfluity: masc /fem acc pl (doric) -
10 ἀπερίττως
ἀπέριττοςwithout superfluity: adverbialἀπέριττοςwithout superfluity: masc /fem acc pl (doric) -
11 απέριττον
ἀπέριττοςwithout superfluity: masc /fem acc sgἀπέριττοςwithout superfluity: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀπέριττον
ἀπέριττοςwithout superfluity: masc /fem acc sgἀπέριττοςwithout superfluity: neut nom /voc /acc sg -
13 απερισσος
-
14 απεριττοτέρου
-
15 ἀπεριττοτέρου
-
16 απεριττότεροι
-
17 ἀπεριττότεροι
-
18 απερίττοις
-
19 ἀπερίττοις
-
20 απερίττου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπέριττος — without superfluity masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απέριττος — η, ο (AM ἀπέριττος, ον) αυτός που δεν έχει τίποτε περιττό ή μη αναγκαίο, απλός, λιτός … Dictionary of Greek
απέριττος — η, ο επίρρ. α λιτός, ανεπιτήδευτος: Οι τρόποι του ήταν απλοί κι απέριττοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεριττότερον — ἀπέριττος without superfluity adverbial comp ἀπέριττος without superfluity masc acc comp sg ἀπέριττος without superfluity neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίττως — ἀπέριττος without superfluity adverbial ἀπέριττος without superfluity masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέριττον — ἀπέριττος without superfluity masc/fem acc sg ἀπέριττος without superfluity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριττοτέρου — ἀπέριττος without superfluity masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριττότεροι — ἀπέριττος without superfluity masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίττοις — ἀπέριττος without superfluity masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίττου — ἀπέριττος without superfluity masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίττους — ἀπέριττος without superfluity masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)