-
1 απέπτετο
-
2 ἀπέπτετο
-
3 'πέπτετο
ἀπέπτετο, ἀποπέτομαιfly off: aor ind mid 3rd sgἐπέπτετο, ἐφίπταμαιaor ind mid 3rd sgἐπέπτετο, πέσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg -
4 ἀποπέτομαι
A : [tense] aor. ἀπεπτάμην, part. -πτάμενος, inf.- πτάσθαι Hdt.7.13
: alsoἀπεπτόμην Ar.Av.90
; [tense] aor.2 ἀπέπτην, [ per.] 3pl.ἀπέπταν Emp.2.4
; inf.ἀποπτῆναι AP5.211
(Mel.):— fly off or away, esp. of dreams,ᾤχετ' ἀποπτάμενος Il.2.71
;ψυχὴ δ' ἠύτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222
;ἀπέπτετο Ar.Av.90
; ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου ib. 1369;οἴχεται ἀποπτάμενος Pl.Smp. 183e
;συχνὸν ἀποπτάς Arist.HA 619a32
;ψυχῆς ἐκ μελέων ἀποπταθείσης IG 9(1).883.6
([place name] Corcyra).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπέτομαι
См. также в других словарях:
ἀπέπτετο — ἀποπέτομαι fly off aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πέπτετο — ἀπέπτετο , ἀποπέτομαι fly off aor ind mid 3rd sg ἐπέπτετο , ἐφίπταμαι aor ind mid 3rd sg ἐπέπτετο , πέσσω Acut. (Sp.) imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)