-
1 απέκρυψα
-
2 ἀπέκρυψα
-
3 ἀποκρύπτω
ἀπο - κρύπτω, aor. ἀπέκρυψα, inf. ἀποκρύψαι: hide away, conceal, Il. 11.718, Il. 18.465, Od. 17.286.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποκρύπτω
-
4 ἀποκρύπτω
ἀποκρύπτω fut. ἀποκρύψω; 1 aor. ἀπέκρυψα. Pass.: 1 fut. ἀποκρυβήσομαι (JosAs 6:2); 2 aor. ἀπεκρύβην LXX; pf. ptc. ἀποκεκρυμμένος (s. κρύπτω; Hom.+) gener. ‘put something out of sight’.① to provide a hiding-place for someth. or someone, hide, conceal by digging Mt 25:18 v.l. A son from persecutors, GJs 22:3; 23:1.② to keep from being known, keep secret τὶ ἀπό τινος (Is 40:27; Jer 39:17; Just., D. 55, 3) Lk 10:21; Hs 9, 11, 9. ἀποκεκρυμμένος hidden, kept secret (Pla., Phdr. 273c ἀποκεκρυμμένη τέχνη; Ps.-Demetr. c. 155 κατηγορίαι ἀποκεκρυμμέναι; Just., D. 115, 1 Ζαχαρίᾳ … ἀποκεκρυμμένως κηρύσσοντι) 1 Cor 2:7; Eph 3:9; Col 1:26.—M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἀπέκρυψα — ἀποκρύπτω hide from aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρύβω — αποκρύβω, απέκρυψα (σπάν. απόκρυψα) βλ. πίν. 7 και πρβλ. αποκρύπτω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκρύπτω — 1 απέκρυψα βλ. πίν. 11 2 → δες αποκρύβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής