-
1 ἀπο-βαίνω
ἀπο-βαίνω (s. βαίνω), Hom. oft ἀπέβη; in derselben Bedeutung wiederholt ἀπεβήσατο (v. l. ἀπεβήσετο), Homerisch med. statt des act.; öfters auch ἀποβάντες; ἀποβῆναι Od. 5, 357, ἀπέβησαν aor. 2 Iliad. 11, 619, ἀπεβήτην 21, 298, ἀπέβαινεν 24, 459, ἀποβήσομαι 5, 227 (v. l. ἐπιβήσομαι) u. 17, 480; – 1) weggehen; absol., Iliad. 5, 133; πρός τι, Od. 4, 657; μετά τινας, Iliad. 21, 298; von einem höheren Punkte herunter 3, 265 ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χϑόνα, 17, 480 ἵππων, 11, 619 ἀπέβησαν ἐπὶ χϑόνα (ohne gen.), Od. 13, 281 νηός; Her. 1, 24; Xen. Hell. 1, 1, 12; εἰς Ἀττικήν Isocr. 6, 86; Dem. 59, 94; Plut. Sol. 8. Bei Dem. 61, 23 ist ἀποβαίνειν eine Art Uebung in der Palästra, bewaffnet vom Wagen im vollen Lauf zu springen u. wieder hinauf, B. A. 526 ἀποβῆναι, ἀγωνίσασϑαι τὸν ἀποβάτην, vgl. dies. W. – 2) ausgehen in etwas, εἰς ἕν τε τέλεον καὶ νεανικόν Plat. Rep. IV, 425 c; ἀκρόπολις πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα, dahin auslaufend, Crit. 112 a; von Personen, werden, ἐὰν ἀποβαίνωσι χείρους τῶν πολλῶν Legg. XII, 952 b; vgl. Xen. Mem. 4, 8, 8; Pol. 7, 13 τύραννος ἐκ βασιλέως; εἰς ἀλαϑινὸν ἄνδρ' ἀποβαίη Theocr. 13, 15; von Sachen, ἂν τὸ τραῦμα ἰάσιμον ἀποβῇ Plat. Legg. IX, 878 c. Bes. – 3) ὁ χρησμὸς ἀπέβη, das Orakel traf ein, Thuc. 8, 75; Xen. An. 7, 8, 22; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη 4, 39; τὸ πρᾶγμα παρὰ δόξαν ἀπέβη, hatte einen unerwarteten Ausgang, Her. 8, 4 u. oft; τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα, so lief dieses ab, Eur. Alc. 1166; Med. 1419; δεδιὼς τὸ μέλλον, ὅπως ἀποβήσεται Plat. Lys. 206 a; εἰκότως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150 u. sonst häufig; τὰ ἀποβαίνοντα, die Ereignisse, Folgen, Thuc. 1, 83; τὰ ἐκ τῶν κινδύνων ἀποβησόμενα 8, 75, u. öfter so mit ἐκ, – κατὰ γνώμαν ἀπέβα τοι Theocr. 15, 38. – 4) aor. I., herabsteigen lassen, ans Land setzen, στρατιήν Her. 6, 107.
См. также в других словарях:
ἀπέβησαν — ἀποβαίνω step off from aor ind act 3rd pl ἀποβαίνω step off from aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνωμα — Κακοήθη νεοπλάσματα, που προέρχονται από επιθηλιακά κύτταρα. Τα νεοπλάσματα που συναντώνται συχνά στους πνεύμονες, στον τράχηλο της μήτρας, στους μαστούς, στο στομάχι, στον προστάτη κλπ. είναι σχεδόν πάντα κ. βασικοκυττταρικό κ. Τύπος καρκίνου… … Dictionary of Greek
παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
σκληραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (κυρίως μτφ. για άλογα) σκληροτράχηλος, ατίθασος («τινὲς δὲ ἀδάμαστοι μείναντες οὐ σκληραύχενες καὶ θυμοειδεῑς ἀπέβησαν;», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + αὐχήν, αὐχένος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Θαυμακοί — Αρχαία πόλη της Θεσσαλικής Φθιώτιδος. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ανήκε στην επικυριαρχία του βασιλείου του Αχιλλέα. Ήταν χτισμένη σε οχυρή τοποθεσία, στη θέση του σημερινού Δομοκού και δέσποζε στις κοιλάδες από τις οποίες περνούσαν οι δρόμοι που… … Dictionary of Greek
Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek