Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπάτωρ

См. также в других словарях:

  • απάτωρ — ἀπάτωρ ( ορος), ο (AM) [πατήρ] 1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα 2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος «αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος) 3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ἁπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτωρ — without father masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπατόρων — ἀπάτωρ without father masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορα — ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορας — ἀπάτωρ without father masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορες — ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορι — ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορος — ἀπάτωρ without father masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάτορ' — ἀπάτορα , ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg ἀπάτορι , ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg ἀπάτορε , ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»