-
1 ἀπ-άγχω
ἀπ-άγχω, erdrosseln, Od. 19, 230; übh. quälen, ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar. Vesp. 686. – Med., sich erhenken, Ar. Nub. 975; Andoc. 1, 125; Xen. Cyr. 3, 1, 25 u. A.; ἀπάγξασϑαι Her. 7, 232; ἀπαγξαίμην Ar. Nub. 776; ἐκ τῶν δένδρων, an den Bäumen, Thuc. 3, 81, wie Aesch. Suppl. 460.
См. также в других словарях:
ἀπάγξασθαι — ἀπάγχω strangle aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek