-
1 αοίκητον
-
2 ἀοίκητον
-
3 ἀοίκητος
ἀοίκ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοίκητος
-
4 ἄεπτος
ἄεπτος (Aesch.)Grammatical information: adj.Meaning: uncertain; cf. ἄεπτον ἰσχυρόν, ἀοίκητον (Abresch ἄθικτον) H. Sometimes we find ἄαπτος (q.v.) or ἄελπτος (A. Supp. 908, Ag. 141 etc.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. See Wackernagel Stud. It. Fil. Cl. 5, 27ff., Ed. Fraenkel on A. Ag. 141Page in Frisk: 1,25Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄεπτος
См. также в других словарях:
αοίκητον — Όρμος, απόμερο και ακατοίκητο λιμανάκι. Ο όρος κυρίως αναφέρεται σε μικρά λιμανάκια όπου μπορούν να βρουν καταφύγιο βάρκες και μικρά καράβια … Dictionary of Greek
ἀοίκητον — ἀοίκητος uninhabited masc/fem acc sg ἀοίκητος uninhabited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SALAMIS vel SALAMIN — SALAMIS, vel SALAMIN hodie Coluri, teste Sophianô, insula sinus Saronici, inter Peloponnesum et Atticam, Aeginae proxima. Dionysius v. 511. Πρόςθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς, ἐφύπερθεν Α᾿βάντων Φαίνονται Σαλαμίς τε καὶ Αἰγίνης πτολιέθρον. Olim Cychria … Hofmann J. Lexicon universale
αοίκητος — ἀοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος 2. μη κατοικήσιμος 3. άστεγος, ξεσπιτωμένος 4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του … Dictionary of Greek