Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀοίδιμος

См. также в других словарях:

  • ἀοίδιμος — sung of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αοίδιμος — η, ο (AM ἀοίδιμος, ον) [αοιδή] άξιος να τραγουδιέται, αξέχαστος, αείμνηστος αρχ. 1. θαυμάσιος, περίφημος, ονομαστός για κάτι 2. διαβόητος, κακόφημος …   Dictionary of Greek

  • αοίδιμος — η, ο αείμνηστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀοιδιμωτάτων — ἀοίδιμος sung of fem gen superl pl ἀοίδιμος sung of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδιμώτατον — ἀοίδιμος sung of masc acc superl sg ἀοίδιμος sung of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίδιμον — ἀοίδιμος sung of masc/fem acc sg ἀοίδιμος sung of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδιμωτάτοις — ἀοίδιμος sung of masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδιμώτατος — ἀοίδιμος sung of masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδίμοις — ἀοίδιμος sung of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδίμου — ἀοίδιμος sung of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδίμους — ἀοίδιμος sung of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»