-
1 αορίστους
ἀόριστοςwithout boundaries: masc /fem acc plἀ̱ορίστους, ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀορίστους
ἀόριστοςwithout boundaries: masc /fem acc plἀ̱ορίστους, ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀοριστόωto be indefinite: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἀορίστους — ἀόριστος without boundaries masc/fem acc pl ἀ̱ορίστους , ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
απόερσε — ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ εν. πρόσ.) (Α) παρασύρω, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < από (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα *wer «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
κατασταίνω — (Μ κατασταίνω) κάνω, κατεργάζομαι κάτι νεοελλ. 1. στήνω 2. αρραβωνιάζω 3. παροιμ. «άσπρος γεννάτ ο κόρακας κι ύστερα γαλανιάζει και μαύρος καταστένεται και τους γονιούς του μοιάζει» τα παιδιά κατ ανάγκην θα μοιάσουν στους γονείς τους 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω … Dictionary of Greek
πληθαίνω — και πληθένω Ν 1. αυξάνω κάτι ως προς την ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληθ αίνω < αρχ. πληθύνω κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. πλατ αίνω: πλατ ύνω). Ο τ. πληθ ένω με κατάλ. ένω, η οποία προήλθε από νεότερους τύπους παρατατικού (πρβλ. εβάθ ενα, εβάρ ενα) … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
Τζέιμς, Χένρι — (James, Νέα Υόρκη 1843 – Λονδίνο 1916). Αμερικανός συγγραφέας, αδελφός του φιλόσοφου Γουίλιαμ Τζέιμς. Η περιουσία που είχε συγκεντρώσει ο παππούς από τον πατέρα του, ιρλανδικής καταγωγής, του επέτρεψε άνετη ζωή. Σπούδασε στην Ευρώπη όπου έμεινε… … Dictionary of Greek