-
1 αορτηθείς
-
2 ἀορτηθείς
-
3 ἀορτέω
См. также в других словарях:
ἀορτηθείς — ἀορτέω hung up aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αορτηθείς
2 ἀορτηθείς
3 ἀορτέω
ἀορτηθείς — ἀορτέω hung up aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)