Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀολλήδην

См. также в других словарях:

  • ἀολλήδην — in a body indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αολλής — ἀολλής, ές (Α) (πάντοτε στον πληθ.) 1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι 2. (για αντικείμενα) όλα μαζί 3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί επίρρ. ἀολλήδην ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *α FỊνής > *a Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»