-
1 ἀξι-έραστος
ἀξι-έραστος, liebenswürdig, Xen. Symp. 8, 14; auch Sp., z. B. Plut. adv. St. 27.
-
2 ἐπ-αξι-έραστος
ἐπ-αξι-έραστος, liebenswürdig, Philo.
-
3 ἀξιέραστος
ἀξι-έραστος, ον,A worthy of love, X.Cyr.5.2.9, Chrysipp.Stoic.3.181, Plu.Comp.Thes. Rom.1, Luc.DMar.1.2, Aristaenet.1.27;οἰκονομία PMag.Par.1.2010
: [comp] Comp., X.Smp.8.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιέραστος
-
4 ἀξιέραστος
-
5 αξιεραστος
-
6 ἐπαξιέραστος
См. также в других словарях:
πολυέραστος — ον, Α πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐραστός (< ἔραμαι), πρβλ. αξι έραστος, φιλ έραστος] … Dictionary of Greek