-
1 ἀξιό-κτητος
ἀξιό-κτητος, erwerbens-, besitzenswerth, Xen. Cyr. 5, 2, 10; auch Sp.; μισϑός, angemessener Preis.
-
2 ἀξιόκτητος
ἀξιό-κτητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιόκτητος
-
3 ἀξιόκτητος
ἀξιό-κτητος, erwerbens-, besitzenswert -
4 αξιοκτητος
См. также в других словарях:
πολύκτητος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιό κτητος] … Dictionary of Greek