-
1 ἀξιο-μνημόνευτος
ἀξιο-μνημόνευτος, erwähnenswerth, denkwürdig, Plat. Conv. 178 a u. sonst.
-
2 ἀξιομνημόνευτος
ἀξιο-μνημόνευτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιομνημόνευτος
-
3 ἀξιομνημόνευτος
ἀξιο-μνημόνευτος, erwähnenswert, denkwürdig -
4 αξιομνημονευτος
2заслуживающий упоминания достопамятный, примечательный Xen., Plat., Plut.
См. также в других словарях:
παντομνημόνευτος — ον, Α αυτός που μνημονεύεται από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μνημονεύω (πρβλ. αξιο μνημόνευτος)] … Dictionary of Greek