-
1 ἀξιο-μίσητος
ἀξιο-μίσητος, dasselbe, Plut. ed. lib. 14.
-
2 ἀξιομῑσής
ἀξιο-μῑσής, ἀξιο-μίσητος u. ἀξιό-μῑσος, hassenswürdig -
3 ἀξιομίσητος
ἀξιο-μῑσής, ἀξιο-μίσητος u. ἀξιό-μῑσος, hassenswürdig -
4 ἀξιόμῑσος
ἀξιο-μῑσής, ἀξιο-μίσητος u. ἀξιό-μῑσος, hassenswürdig -
5 ἀξιομίσητος
ἀξιο-μίσητος [pron. full] [ῑ], ον, = foreg., Plu.2.10a, 537d, D.C.38.44:—also [full] ἀξιόμῑσος, ον, A.Eu. 366 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιομίσητος
-
6 αξιομισητος
См. также в других словарях:
θεομίσητος — η, ο (AM θεομίσητος, ον) αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς («η θεομίσητη Διχόνοια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μισητός (< μισώ), πρβλ. αξιο μίσητος, λαο μίσητος] … Dictionary of Greek