-
1 αξιοθαυμαστος
См. также в других словарях:
πανθαύμαστος — ον, Μ εξαιρετικά θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαυμαστός (πρβλ. αξιο θαύμαστός)] … Dictionary of Greek
πολυθαύμαστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που θαυμάζεται πολύ 2. αυτός που θαυμάζεται από πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαυμαστός (< θαυμάζω), πρβλ. αξιο θαύμαστος] … Dictionary of Greek