-
1 ἀξιο-ζήλωτος
ἀξιο-ζήλωτος, dasselbe, Plut. Flam. 20.
-
2 ἀξιόζηλος
ἀξιό-ζηλος, ἀξιο-ζήλωτος, beneidenswert -
3 ἀξιοζήλωτος
ἀξιό-ζηλος, ἀξιο-ζήλωτος, beneidenswert -
4 ἀξιοζήλωτος
Aνίκη Plu.Flam.20
.2 worthy of emulation, Dsc.Praef.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοζήλωτος
-
5 αξιοζηλωτος
См. также в других словарях:
πολυζήλωτος — και δωρ. τ. πολυζάλωτος, ον, Α 1. πολύ σεβαστός («καί μοι πολυζήλωτος ἀεὶ σὺν θεοῖσι φοιτᾷ», Ευρ.) 2. πολυθαύμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλωτός (< ζηλῶ), πρβλ. αξιο ζήλωτος] … Dictionary of Greek