-
1 ἀξιοβίωτος
ἀξιο-βίωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοβίωτος
См. также в других словарях:
κακοβίωτος — κακοβίωτος, ον (Α) αβίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιωτος (< βιῶ), πρβλ. αξιο βίωτος] … Dictionary of Greek