-
1 αξιοπιστίαν
-
2 ἀξιοπιστίαν
См. также в других словарях:
ἀξιοπιστίαν — ἀξιοπιστίᾱν , ἀξιοπιστία trustworthiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αξιοπιστίαν
2 ἀξιοπιστίαν
ἀξιοπιστίαν — ἀξιοπιστίᾱν , ἀξιοπιστία trustworthiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)