-
1 αξιομακαρίστων
-
2 ἀξιομακαρίστων
См. также в других словарях:
ἀξιομακαρίστων — ἀξιομακάριστος worthy to be deemed happy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αξιομακαρίστων
2 ἀξιομακαρίστων
ἀξιομακαρίστων — ἀξιομακάριστος worthy to be deemed happy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)