-
1 αξιοθεατότατα
ἀξιοθεᾱτότατα, ἀξιοθέατοςwell worth seeing: adverbial superlἀξιοθεᾱτότατα, ἀξιοθέατοςwell worth seeing: neut nom /voc /acc superl pl -
2 ἀξιοθεατότατα
ἀξιοθεᾱτότατα, ἀξιοθέατοςwell worth seeing: adverbial superlἀξιοθεᾱτότατα, ἀξιοθέατοςwell worth seeing: neut nom /voc /acc superl pl
См. также в других словарях:
ἀξιοθεατότατα — ἀξιοθεᾱτότατα , ἀξιοθέατος well worth seeing adverbial superl ἀξιοθεᾱτότατα , ἀξιοθέατος well worth seeing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)