-
1 παρ-ώμαλος
παρ-ώμαλος, fast gleich, τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος, Strab. 3, 5, 1 A.
-
2 κατ-ώμαλος
κατ-ώμαλος, steht E. M. 15, 19, wofür E. G. κακώμαλος hat.
-
3 ἀγχ-ώμαλος
ἀγχ-ώμαλος, sehr ähnlich, fast gleich, ἀγχ. ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ Thuc. 3, 49 (Plut. Caes. 42); νίκη ἀγχ., unentschiedener Sieg, Thuc. 4, 134 (Plut. Oth. 13); ebenso ἀγχώμαλα ἐναυμάχουν 'Thnc. 7, 71, wie Luc. ἀγχώμαλα ἐγένετο αὐτοὶς, Hermot. 12; ἀγχωμάλως ναυμαχεῖν Ver. hist. II, 37.
-
4 ἀν-ώμαλος
-
5 ἀγχώμαλος
ἀγχ-ώμαλος, sehr ähnlich, fast gleich -
6 ἀνώμαλος
-
7 παρώμαλος
См. также в других словарях:
Homalocephale — Taxobox name = Homalocephale fossil range = Late Cretaceous image width = 275px regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Sauropsida superordo = Dinosauria ordo = Ornithischia subordo = Cerapoda infraordo = Pachycephalosauria familia =… … Wikipedia
εφωμαλίαν — ἐφωμαλίαν και ἐφ ὡμαλίαν (Α) επίρρ. πάπ. περίπου, σχεδόν, κατά μέσον όρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από τη φράση ἐφ ὡμαλίαν. Η λ. ὡμαλία «μέσος όρος» προήλθε κατ απόσπασιν από σύνθ. τού τύπου αν ωμαλία (< αν ώμαλος)] … Dictionary of Greek
εφώμαλος — ἐφώμαλος, ον (Μ) ομαλός, επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁμαλός. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν ώμαλος)] … Dictionary of Greek
παρώμαλος — ον, Α σχεδόν ομαλός ή ίσος («κύκλος τῆς νήσου τετρακόσιοι στάδιοι, παρώμαλος τὸ πλάτος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὁμαλός (πρβλ. αν ώμαλος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ωμαλία — ἡ, Α φρ. «ἐφ ὡμαλίαν» κατά μέσο όρο επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σύνθ. ἀν ωμαλία < ἀνώμαλος < στερητ. ἀ + ώμαλος (< ὁμαλός, με έκταση λόγω συνθέσεως)] … Dictionary of Greek