-
1 ανηνυτος
21) нескончаемый, бесконечный, безысходный(οἶτος κακῶν Soph.; κακόν Plat.)
κατὰ τὸ μῆκος ἀ. Polyb. — нескончаемо длинный2) бесполезный, бесцельный, напрасный(ἔργον, εὐχαί, Σισύφου πέτρος, πόνος Plat.; ἆθλα Plut.)
См. также в других словарях:
ευήνυτος — εὐήνυτος, ον (Α) αυτός που φτάνει εύκολα σε πέρας, ο ευκατόρθωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήνυτος < ανύτω*] … Dictionary of Greek