-
1 ανηκουστος
См. также в других словарях:
νήκουστος — νήκουστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός 2. άγνωστος, ανήκουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ακουστός (< ἀκούω), πρβλ. αν ήκουστος] … Dictionary of Greek
1 ανηκουστος
νήκουστος — νήκουστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός 2. άγνωστος, ανήκουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ακουστός (< ἀκούω), πρβλ. αν ήκουστος] … Dictionary of Greek