-
1 ηκεστος
3[ἀ privat. + κεντέω] нетронутый стрекалом, т.е. не ходивший никогда под ярмом, по друг. [ одного корня с ἀκμή] достигший полной зрелости(βοῦς Hom.)
-
2 ανηκεστος
21) досл. неизлечимый, перен. неутолимый(ἄλγος, χόλος Hom.; ὀργή Plut.)
2) непоправимый, гибельный, губительный(λῦμαι Her.; χαρά Soph.; κακόν Hes., Plat.; συμφορά Thuc., Plut.; μίασμα, πῦρ Soph.)
βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον περί τινος Thuc. — вынести кому-л. смертный приговор;3) непримиримый, жестокий(ἔχθρα Plut.)
-
3 δυσηκεστος
См. также в других словарях:
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek
ἤκεστος — untouched by the goad masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκέστη — ἤκεστος untouched by the goad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκέστην — ἤκεστος untouched by the goad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκέστης — ἤκεστος untouched by the goad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤκεσται — ἤκεστος untouched by the goad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠκέστας — ἠκέστᾱς , ἤκεστος untouched by the goad fem acc pl ἠκέστᾱς , ἤκεστος untouched by the goad fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)