-
1 έκπληκτος
-
2 ἔκπληκτος
-
3 εκπληκτος
-
4 ἔκπληκτος
ἔκπληκτος, ον shocking, frightful in act. sense (s. πλήσσω and next entry; so Hero I, 338, 5; 342, 4; Lucian, Herm. 18; Orph. Hymn. 39, 10) βουλή (w. πονηρά) Hv 1, 2, 4.—S. DELG s.v. πλήσσω. -
5 έκπληκτος
η, ο [ος, ον ] удивлённый, поражённый, изумлённый;μένω έκπληκτος — поразиться; — разинуть рот от удивления (разг)
-
6 έκπληκτος
[экпликтос] яг. изумленный, пораженный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκπληκτος
-
7 έκπληκτος
[экпликтос] яг. изумленный, пораженный. -
8 ἔκπληκτος
ἔκπληκτ-ος, ον,A terrifying, Luc.Herm.18.II amazed, terror-stricken, Orph. H.39.10, Man.4.81, Poll.5.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκπληκτος
-
9 ἔκπληκτος
ἔκ-πληκτος, erschreckt, betäubt, verblüfft; act., in Staunen setzend -
10 mütehayyir
έκπληκτος -
11 έκπληκτον
-
12 ἔκπληκτον
-
13 εκπλήκτως
-
14 ἐκπλήκτως
-
15 ἐκ-πλαγής
-
16 ανεκπληκτος
21) неустрашимый(ἀνήρ Plat., Arst.; τόλμη Plut.)
2) не производящий никакого впечатления(ἥ ἰσχνέ λέξις Plut.)
-
17 δυσεκπληκτος
-
18 έκπληκτα
-
19 ἔκπληκτα
-
20 έκπληκτοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔκπληκτος — terrifying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπληκτος — η, ο (AM ἔκπληκτος, ον) νεοελλ. αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξη μσν. εκπληκτικός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός 2. κατατρομαγμένος, έντρομος 3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα … Dictionary of Greek
ἐκπλήκτως — ἔκπληκτος terrifying adverbial ἔκπληκτος terrifying masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπληκτον — ἔκπληκτος terrifying masc/fem acc sg ἔκπληκτος terrifying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπλήκτου — ἔκπληκτος terrifying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπληκτα — ἔκπληκτος terrifying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπληκτοι — ἔκπληκτος terrifying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός … Dictionary of Greek
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
ανέμπληκτος — ἀνέμπληκτος, ον (Α) 1. ο μη εκπλησσόμενος 2. επίρρ. ανεμπλήκτως με απάθεια, ήρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»] … Dictionary of Greek
δαιμονιόπληκτος — δαιμονιόπληκτος, ον (AM) αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)] … Dictionary of Greek