1 ανεκλειπτος
(δύναμις Plut.; χορηγία Diod.; τὰ μέρη τοῦ διαστήματος Sext.)
Древнегреческо-русский словарь > ανεκλειπτος
2 δυσεκλειπτος
(ὀφλημάτων ῥίζαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > δυσεκλειπτος