-
1 ἀν-υπό-στρεπτος
ἀν-υπό-στρεπτος, nicht zurückkehrend, Suid.
-
2 ἀνυπόστρεπτος
См. также в других словарях:
στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… … Dictionary of Greek