-
1 ὑπό-θετος
ὑπό-θετος, adj. verb. von ὑποτίϑημι, untergelegt, untergeschoben, – τὸ ὑπόϑετον, eine Arznei in den Hintern zu schieben, Antiphan. bei Poll. 4, 183.
-
2 ἀν-υπό-θετος
ἀν-υπό-θετος, 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόϑετον ἐξ ὑποϑέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
-
3 θετός
II taken as one's child, adopted, Pi.O.9.62, E.Fr. 359, etc.;θετὸν παῖδα ποιεῖσθαι Hdt.6.57
, cf. Pl.Lg. 929c; θετὸς γενέσθαι τινί or ὑπό τινος, Plu.Thes.13, App.BC 1.5; θετός, ὁ, adopted son, dub. in Is.3.69; θετή adopted daughter, Hsch.; also θ. πατήρ adoptive father, D.S.10.11. -
4 ὑπόθετος
ὑπό-θετος, untergelegt, untergeschoben; τὸ ὑπόϑετον, eine Arznei in den Hintern zu schieben -
5 ἀνυπόθετος
ἀν-υπό-θετος, (1) nicht untergeschoben? (2) ohne Voraussetzung, absolut. (3) ohne Grundlage -
6 εὐδιάθετος
εὐδιά-θετος, ον,III easy to dispose of (in marriage), Id.s.v. οὐκ εὐ.; also of arguments or objections, Them. in APo.62.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάθετος
См. также в других словарях:
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… … Dictionary of Greek
dē- : dǝ- and dēi-, dī- — dē : dǝ and dēi , dī English meaning: to bind Deutsche Übersetzung: “binden” Note: Root dē : dǝ and dēi , dī : “to bind” derived from du̯ai , du̯ei , stems of Root du̯ō(u) : “two” meaning “bind in two” Material: O.Ind. dy áti… … Proto-Indo-European etymological dictionary