-
1 ανεπιτιμητος
21) не заслуживающий порицания, безупречный Isocr., Arst., Dem.οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπιτίμητον τῶν πραττομένων ὑπο τινος Plut. — не оставлять без порицания ни одного из чьих-л. действий
2) не подвергшийся порицанию, ненаказанный(ἀ. διαφεύγειν ἐκ τῆς πρώτης ἀμαρτίας Polyb.)
См. также в других словарях:
επιτιμητός — ἐπιτιμητός, ή, όν (Α) πάπ. ο άξιος επίτιμηματος*, ποινής, τιμωρίας ή, κατ’ άλλη ερμηνεία, ο φιλοκατήγορος, ο επιτιμητής … Dictionary of Greek
ἐπιτιμητοῦ — ἐπιτῑμητοῦ , ἐπιτιμητής estimator masc gen sg ἐπιτιμητός liable to penalties masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)